- προστεταγμένον
- προστάσσωplaceperf part mp masc acc sgπροστάσσωplaceperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
повелѣньныи — (6*) пр. Приказанный: посла ихъ всѧ ˫азыкы просвѣщати во тмѣ невидѣны˫а сѣдѧщихъ… ѡвѣмъ ѹбо ѿ ни(х). въсточны˫а страны. ѡвѣм же западна˫а приемшемъ проходити… || …повелѣнную имъ исполнѧюще заповедь. (προστεταγμένον) ЖВИ XIV–XV, 3а–б; повелѣньна˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… … Dictionary of Greek